- δίλογος
- δῐ-λογος, ον,A double-tongued, doubtful, 1 Ep.Ti.3.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… … Dictionary of Greek
δίλογος — η, ο αυτός που είναι δύο τύπων, δύο λογιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίλογον — δίλογος double tongued masc/fem acc sg δίλογος double tongued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλόγους — δίλογος double tongued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίλογοι — δίλογος double tongued masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
διλογία — η (AM διλογία) [δίλογος] 1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα) νεοελλ. 1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου 2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση αρχ. αντίφαση στα λόγια, διφασία … Dictionary of Greek
διλογίζω — και διλογάω [δίλογος] έχω δύο αποχρώσεις, δύο χρώματα … Dictionary of Greek
διλογώ — διλογῶ ( έω) (Α) [δίλογος] λέω δύο φορές το ίδιο πράγμα … Dictionary of Greek
ԵՐԿԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0691 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 9c, 12c ա. δίλογος bilinguis, fallax Երկխօս. երկլեզու. խաբեբայ. ... *Նոյնպէս եւ զսարկաւագունս պարկեշտս, մի՛ երկբանս. ՟Ա. Տիմ. ՟Գ. 8: *Զերկբանսն եւ զերկխօսսն իբրեւ զհրապարականէծս ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)